- φωλάς
- -άδος, η, ΝΜΑ, και φολάς Νζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, θαλάσσιων δίθυρων μαλακίων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας φωλαδίδες, με ευρέως διαδεδομένα, κυρίως παράκτια, είδη, ικανά να ανοίγουν τρύπες και να ζουν χωμένα μέσα σε μαλακούς βράχους, σε τύρφη, σε ξύλο, σε συμπαγή λάσπη ή σε άλλα όστρακανεοελλ.1. ζωολ. το λιθώδες τμήμα τής μεμβράνης η οποία περιβάλλει τους πολύποδες τών κοραλλιών2. σωρεία ή αποικία πολλών πολυπόδωνμσν.-αρχ.(με σημ. επιθ.)1. (για ζώο) αυτή που παραμένει κρυμμένη μέσα σε φωλιά («φωλάδες άρκτοι» — αρκούδες που βρίσκονται σε κατάσταση χειμέριας νάρκης μέσα σε σπήλαια, Θεόκρ.)2. γεμάτη οπές ή φωλιές («φωλὰς πέτρη», Νόνν.)αρχ.1. μτφ. ντροπαλό κορίτσι («συζεύξατέ μοι φωλάδα παρθενικήν», Ανθ. Παλ.)2. (κατά το λεξ. Σούδα) χειμέρια νάρκη, φωλεία3. φρ. «ἀγκύρας φωλάδας» — άγκυρες χωμένες μέσα στην άμμο (Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φωλ-εός / φωλ-εά + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμν-άς). Ο τ. φολάς τής Νέας Ελληνικής αποτελεί εσφ. μεταφορά τού αντιδάνειου επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. phōlas].
Dictionary of Greek. 2013.